«ΞΥΠΝΗΣΤΕ ΡΕ» !!!

«ΞΥΠΝΗΣΤΕ ΡΕ» !!!

foto keimenouΦίλοι μου, το παρακάτω γράφηκε χρόνια τώρα, αλλά πιστεύοντας ότι είναι επίκαιρο το κοινοποιώ. Ξέρω ότι είναι μεγάλο. Καλή υπομονή.

Η πόλη, όμορφα τακτοποιημένη στους πρόποδες του βουνού, κοιμάται ακόμη. Ένα μεγάλο φαράγγι, καβάλα σε ξεροπόταμο, τη χωρίζει στα δυο και από το βορρά φθάνοντας στα νότια, στο μεγάλο ξέφωτο ψηλά κάνει στροφή ανατολικά και το προσπερνάει. Όμορφο φαράγγι, ιδιαίτερα τις εποχές που το νερό περισσεύει στην κοίτη και που, καθώς γλιστράει πάνω από τις γυαλιστερές ποταμό-πέτρες, δημιουργεί μικρούς καταρράκτες με μπόλικη βλάστηση γύρω από νερο-χόρταρα και ιτιές.

Αρκετά πλατάνια, ιδιαίτερα στη στροφή, πριν και μετά από το γκρεμισμένο νερόμυλο κρατούν για ώρες σκλαβωμένη τη σκιά τα μεσημέρια. Βράχοι μεγάλοι οριοθετούν το μεγάλο ξέφωτο ψηλά, που φαίνεται από κάθε γωνιά της πόλης. Νοτιότερα στην κορφή του ξέφωτου το δάσος στεφανώνει το τοπίο με πυκνή βλάστηση, που φράζει τον ορίζοντα, ενώ τα μεγάλα ρεύματα του αέρα, που φέρνει το φαράγγι και δέρνουν το ξέφωτο, δίνουν την εξήγηση της μη εξάπλωσης της πόλης προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ο ήλιος δεν ανέτειλε ακόμη. Ροδίζει στην ανατολή. Η φιγούρα του Γιωργή ίσα που διακρίνεται. Ακουμπισμένος με τη πλάτη στο μεγάλο βράχο και τα πόδια κρεμασμένα στο φαράγγι αγναντεύει ψηλά.

Ένα τεράστιο « ΟΧΙ » κρέμεται από τον ουρανό. Ένα «ΟΧΙ» γραμμένο με χαρταετούς.

Ο Γιωργής ο Λεμόνας:

Πριν καλά-καλά τελειώσει το σχολειό, μπήκε στην ζωή και από τότε την παλεύει μέχρι τώρα. Ποτέ δεν ήταν από αυτούς που περπατάνε στο πλάι, αλλ’ από αυτούς που βιάζονται να μπούνε στις φωτιές, ίσως για να δούνε το κάψιμό τους με καλύτερη θέα.

Μικρός ακόμα βολεύτηκε στα παζάρια. Βοήθαγε το Στρατή το μανάβη, που έβγαζε πάγκο στη λαϊκή. Λίγο αργότερα, με δικό του καρότσι, φτιαγμένο από το μάστρο- Μαθιό τον Σκεπαστιανό, έβγαζε τη δική του πραμάτεια.

Λεμόνια για πούλημα. Λεμόνια ζουμερά γέμιζε πάντα το καρότσι του. Του έδωσε αρκετά αυτό το εσπεριδοειδές, μα πάνω απ’ όλα του έδωσε το παρατσούκλι: Λεμόνας, Γιωργής ο Λεμόνας.

Ήταν με κοντό παντελονάκι και ξυπόλητος όταν τον σπρώξανε μέσα σε αυτοκίνητο της αστυνομίας και τον κουβαλήσανε στην ασφάλεια:

Γύρω στις εννιά το πρωί βρόντηξε η πόρτα . Ο Λεμόνας απορημένος από το δυνατό κτύπο άνοιξε τη μόνιμα ξεμαντάλωτη πόρτα. Τα χρόνια εκείνα δεν ένοιωθες την ανάγκη να τριπλομανταλωθείς και να σιδηροφράζεσαι, όπως σήμερα. Αν το έφτιαχνες, έκλεινες παρέα σου την μπόλικη φτώχεια, που κυκλοφορούσε ξέμπαρκη.

Σαν κυνηγημένοι όρμησαν μέσα δυο χωροφύλακες με καπέλα και σιρίτια στα φαρδομάνικα μπουφάν της στολής τους. Ίσια στην κουζίνα και χωρίς αργοπορία ο ένας άπλωνε το δάχτυλο και έδειχνε ψηλά:

-Τι είναι αυτό;

Ο Λεμόνας αγουροξυπνημένος, γέλασε. Είδε το δάχτυλο υψωμένο κατά το τζάκι.

-Δαχτύλι, είπε.

-Αυτό, ρε, αυτό εκεί.

-1-

Το ήδη αυστηρό βλέμμα του οργάνου άρχισε να σκοτεινιάζει, όταν σαν από μηχανής θεός πρόλαβε η μάνα:

-Φωτογραφία, είπε, φωτογραφία, που κρύβει την τρύπα από το μπουρί της σόμπας. Τη βάλαμε για να μην ασκημίζει τον τόπο, καλοκαιριάτικα, η μαυρότρυπα και να μην πέφτουν αραχνιές από το τζάκι.

-Ξέρετε, ρε, ποιος είναι αυτός; Ξέρετε; Τι λέω, ο μαλάκας. Ξέρετε και παραξέρετε, κομμούνια. Ο Μάρξ, ρε, τάχατε κρύβει την τρύπα;

Ανέβηκε στο παρακείμενο σκαμνί, άρπαξε τη χοντρή φωτογραφία με φόρα, ξεσκαλώνοντας μαζί και το καρφί που τη συγκρατούσε.

Ο Λεμόνας έκανε να το μαζέψει.

-Άσ’ το, είπε η μάνα.

Μια βαθιά τρύπα αποκαλύφθηκε, που έβγαζε στην καπνοδόχο.

Το όργανο την κοίταζε ερευνητικά. Για μια στιγμή σάστισε, ναι, πίσω ήταν η μαυρότρυπα. Μετά από λίγο και μέσα στην αμηχανία του, ξαναπήρε το σκαμνί ανέβηκε και έχωσε το χέρι στο εσωτερικό της. Ο Λεμόνας έσκυψε και πήρε το καρφί από το πλάι της λαγήνας.

-Τη βρήκε ο μικρός στα σκουπίδια της πόλης, είπε η μάνα, είναι σε χοντρό χαρτόνι και βολεύει για τη δουλειά που τη θέλω.

Το όργανο άρπαξε απότομα το Γιωργή, τόσο που ξανάπεσε το καρφί από τα χέρια του.

-Αλήθεια, ρε; τη βρήκες; Τη βρήκες εσύ; Έλα μαζί.

Ξυπόλητο το φορτώσανε στο αυτοκίνητο. Τον ξαναφέρανε γύρω στο σούρουπο. Για την αλήθεια δεν τον πειράξανε. Τον είχαν και περίμενε. Ο μεγάλος έλειπε. Όταν ήρθε, τα έβαλε με τα όργανα, που είχαν το Γιωργή τόσες ώρες νηστικό και ξυπόλητο να περιμένει.

--Ντροπή σας, είπε, μου κουβαλήσατε ένα παιδί που βρήκε μια φωτογραφία στα σκουπίδια, ντροπή σας και γυρνώντας προς το Γιωργή του’ κλεισε το μάτι.

Αυτό το κλείσιμο του ματιού δεν άρεσε στη μάνα.

- Να δεις πώς μας την έχουν στημένη είπε.

Ο Γιωργής δεν κατάλαβε το στημένη.

-Να προσέχουμε τώρα, είπε η μάνα .Κόβεται και το ραδιόφωνο από σήμερα και να τα πεις και στο μπαμπά σου όλα αυτά, μη νομίσει πώς τα ‘βγαλα από το μυαλό μου. Τ’ ακούς;

Ο Γιωργής άκουσε και είδε πολλά για χρόνια μετά. Αυτά ήταν ίσως μια από τις αιτίες που περίμενε με αγωνία την πρόσκληση του Ανέστη του Καραγιαννίδη από το Ντίσελντορφ, η άλλη ήταν ότι είχε την αίσθηση της φευγάλας μόνιμη παρέα και η ξενιτιά φάνταζε πάντα μακρινός παράδεισος.

Έφυγε για αρκετά χρόνια, δούλεψε συνήθως με το κομμάτι (ακόρτ) σε αρκετές φάμπρικες όχι μόνο της μεγαλούπολης του Ντίσελντορφ.

-Συμφέρει καλύτερα, έλεγε, όμως χάνεται η ζωή…

Γύρισε κουβαλώντας μια αρκετά υπολογίσιμη περιουσία, παρέα με τη Χάϊντι, μια ξανθιά με χοντρά χαρακτηριστικά και όμορφα μάτια, μα πάνω απ’ όλα έφερε μαζί του ιδέες και όνειρα.

Αγόρασε το ξέφωτο, έκτισε το μικρό σπιτάκι στη γωνιά με μεγάλες σκεπασμένες βεράντες και σκοπό να λειτουργήσει σ’ αυτό αναψυκτήριο και ουζερί για μερακλήδες. Για ντεκόρ έστησε πασσάλους στο ξέφωτο αντίκρυ στο βοριά, να πετά τους χαρταετούς του.

-2-

Στην αρχή τράβηξε την περιέργεια, αλλά στη συνέχεια δέχτηκε το χλευασμό.

Το ντεκόρ περίεργο, όμορφο μα περίεργο. Κάποιοι του είπανε να κάνει και δρομάκια στο δάσος για τους ρομαντικούς. Τo’ κανε κι αυτό. Έβαλε πέτρινα βρυσάκια, καλλωπιστικά φυτά. Όμορφα στημένη επιχείρηση, αλλά για λάθος ανθρώπους.

Έτσι γρήγορα, όταν ρωτούσες κάποιον να σου πει τι κάνει ο Γιωργής ο Λεμόνας, σου απαντούσε : «πετάει αετό» ή «βγάζει περίπατο τις χελώνες στα μονοπάτια του».

Ο Λεμόνας όμως ήταν πιστός στα πετάγματα και αδιάφορο καιρού στόλιζε το γαλανό ή το γκρίζο του ουρανού. Ήταν το σινιάλο της ζωής του, το μεράκι του , η τρέλα του.

Οι φιγούρες των χαρταετών, σα σμήνος περιστέρια σε τάξη ή ανάκατα, γιόμιζαν τον ουρανό στα νότια της πόλης. Στην αρχή μικροί και μεγάλοι ανακατωμένοι, πολύχρωμοι. Με τον καιρό άρχισε τους συνδυασμούς. Μπήκε η κουλτούρα στο μεράκι, άρχισε να γίνεται προσεκτικός στα χρώματα, επιλεκτικός στα μεγέθη και σιγά- σιγά έβαλε σε τάξη τους χαρταετούς του. Μεγάλωσε τα μεγέθη και πέτυχε να τους πετά σε διάταξη, έτσι που να συναγωνίζονται σε ισορροπία στο ύψος.

Κάποιοι διαφημιστές βρήκαν την ιδέα εκμεταλλεύσιμη, καθώς είδαν τις δυνατότητές του στον ουρανό, με το προσεκτικό πέταγμα των χαρταετών. Η διαφήμιση είχε ψωμί.

Ο Λεμόνας όμως αλλού προσκύναγε:

-Δεν είναι ο συμβιβασμός μου, μα το μεράκι μου έλεγε.

Όταν σήκωσε έναν εξάγωνο τεράστιο χαρταετό με το «Μ» πάνω του, όλη η πόλη αναρωτήθηκε τι σήμαινε αυτό και πιο προϊόν διαφήμιζε. Δεν γνώριζαν, ούτε μπορούσαν να φανταστούν ότι τη μέρα εκείνη ο Γιωργής είχε βαφτίσια

Βάφτιζε το θεό των χαρταετών και τον είπε: «Μανόλη».

Στ’αργότερα το «Χ» της Χάϊντι, μετά το «Φ» της φτώχειας του και το πανηγύρι με τα αινίγματά του συνεχιζότανε.

-Δωσ’ μου ένα φ, να σου κάνω μια φτερούγα, να μη σώνεις το πέταμα. Να σε βλέπουν στα ψηλά και να θαμπώνουν.

Με τον καιρό ήρθαν οι λέξεις, ακόμα και οι φράσεις στον ουρανό. Χαρταετοί στη σειρά, σε τέτοια απόσταση μεταξύ τους, που από μακριά διάβαζες καθαρά το μήνυμα.

-Πατέντα για «αέρινα μηνύματα», όπως έλεγε, μηνύματα στον αέρα δηλαδή.

Κάνοντας το χατίρι του Ιορδάνη (Δάνη τον έλεγε αυτός) ήταν αρκετές οι φορές που άπλωσε στον ουρανό της πόλης το :

«ΚΙΚΗ Σ’ΑΓΑΠΩ»

ΔΑΝΗΣ

και έκανε την πόλη να χαμογελάσει.

Με υπομονή και συνέπεια την κέρδισε την πόλη ο Γιωργής, που με το πρωϊνό ξύπνημα αναζητούσε το μήνυμά του στον ουρανό της. Οι χαρταετοί του πέρασαν τα σύνορά της, μπήκαν με φωτογραφίες σε ταξιδιωτικά άλμπουμ και τοπικά διαφημιστικά έντυπα.

Η ζωή του Λεμόνα κυλούσε ήρεμα. Ο ίδιος δούλευε ολημερίς για το μήνυμα της μέρας και η Χάϊντι προσπαθούσε να εξυπηρετήσει τους λιγοστούς πελάτες του ουζερί, φίλοι οι περισσότεροι, που έρχονταν να χαρούν από κοντά την τρέλα του Γιωργή.

Μέχρι που ένα μεγάλο «ΟΧΙ» σαν το σημερινό έκανε την εμφάνισή του στον ουρανό. Ήταν τότε με το δημοψήφισμα του Παπαδόπουλου. Από την προηγούμενη ο Γιωργής είχε πάρει είδηση τους στρατιώτες να χαλούν το με πέτρες τεράστιο «ΟΧΙ» της απέναντι πλαγιάς που αφορούσε στο 40.

-3-

Ήταν οι μέρες που απαιτούσαν καθολική αποδοχή και κάθε είδους άρνηση ήταν τουλάχιστον ύποπτη.

Την άλλη μέρα, ο Γιωργής, προσπάθησε και τα κατάφερε να το αντικαταστήσει στον ουρανό της πόλης, πράγμα που έκανε πάμπολλους πολίτες και χωροφύλακες να ανηφορίσουν στο ξέφωτο, για διαφορετικούς βέβαια λόγους.

Όταν τότε οι χωροφύλακες του’ δειχναν το «ΟΧΙ» αυτός κοίταγε το δάχτυλο, όπως τότε με τη φωτογραφία. Μια ιστορία που την ήξερε από παλιά. Μόνο που τώρα δε φόραγε κοντά παντελόνια, μόνο που τώρα τα σκουπίδια της πόλης ήταν μακριά από κει , ήταν μέσα στην πόλη και τα πιο πολλά στις καρδιές. Η εξουσία ήταν περισσότερο αυταρχική και τα πράγματα δυσκολότερα. Ήξερε ότι δε θα του καταλόγιζαν άγνοια ή αφέλεια. Ούτε το ήθελε. Δεν είπε τίποτε.

Οι χωροφύλακες κόψανε τα σχοινιά και έβρεξε χαρταετούς. Τον σύρανε στην ασφάλεια κι από κει στην «παραθέριση».

Για χρόνια η πόλη έζησε την ορφάνια του ουρανού της. Οι ματιές δύσκολα συνήθισαν το κενό του. Μέχρι που μια κρεμαστή ΚΑΛΗΜΕΡΑ κάποιο πρωϊνό έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Η ατραξιόν της πόλης, ο Γιωργής, ήταν πάλι εκεί.

Ο Γιωργής ο Λεμόνας ήταν εκεί, όχι όμως η Χάϊντι, που είχε ανηφορίσει για Ντίσελντορφ σχεδόν από τότε που πήραν το Γιωργή. Το μικρό σπιτάκι με την κουζίνα μπροστά, να εξυπηρετεί το ουζερί, με αρκετές ζημιές, αλλά στη θέση του, όπως και τα σύνεργα για τους χαρταετούς και από καλάμια-πρώτη ύλη των χαρταετών-γιομάτο το φαράγγι.

Η μη επιστροφή της Χάϊντι σήμανε και το τέλος του ουζερί. Ο Γιωργής έσμιξε περισσότερο τα σμιχτά φρύδια κάτω από το ρυτιδιασμένο μέτωπο. Η χοντρή ρυτίδα ανάμεσα στα βαθυγάλαζα μάτια μεγάλωσε Αιτία η σκέψη και όχι ο φόβος. Η σκέψη που φέρνει την απόφαση κι αυτή δεν άργησε:

Αποφάσισε να παντρέψει τα δυο: την κουλτούρα με την επιβίωση, τους χαρταετούς με τις πατάτες. Όργωσε το μεγάλο ξέφωτο, το έσπειρε πατάτες και στο σημείο που το δρομάκι αποχωρίζεται τη δημοσιά και οδηγεί στο ξέφωτο κάρφωσε την πινακίδα :

«Εδώ πωλούνται πατάτες και ακριβός πονοκέφαλος»

Πωλούσε καλό πονοκέφαλο ο Γιωργής, μεράκια, εμπνεύσεις, κουλτούρα. Γλυκιά λαϊκή σοφία ξεγλιστρούσε απ’ το στόμα του, ιδιαίτερα από τον καιρό που γύρισε από τη Μακρονησιώτικη παραθέριση. Το γιατί και η αμφισβήτηση παρέα του. Στοχαστικός και δίκαιος αναστατώνονταν άμεσα στη μυρουδιά της αδικίας και στη βρωμιά της εξουσίας. Τα λόγια του μέχρι παρεξήγησης τσουχτερά, για τους εκμεταλλευτές, τον οδήγησαν πολλές φορές στις αίθουσες της ασφάλειας και των ανακριτών. Τον πονοκεφάλιαζε το κάθε τι που γράφονταν, το κάθε τι, που κατ’ αυτόν τραβούσε ανάποδα, το κάθε τι που χαλούσε την προοπτική, όπως έλεγε. Δεν σταματούσε όμως να τρατάρει τη φτώχεια-μπαλκονόπορτα ολάνοιχτη η καρδιά του-και να κρεμάει στον ήλιο τους χαρταετούς, βγάζοντας γλώσσα στην αδιαντροπιά και την ασχήμια του κόσμου.

Δεν έχανε κανείς από τη γνωριμία μαζί του. Στο τσίπουρο, που κέρναγε, με την ελιά έβαζε και τη δική του νοστιμιά. Άνοιγε το στόμα και κάτω από τα μεγάλα μουστάκια έβγαινε φλόγα, που’λεγες: «θα με κάψει» και κοίταγες γύρω σου και την άλλη σε σήκωνε ψηλά, σαν τους χαρταετούς του, με τις κουβέντες του, που γέμιζαν την καρδιά, κι έλεγες: «χαλάλι του το κάψιμο κι ας έρθει».

-4-

Πολλοί γύρισαν από το ξέφωτο χωρίς το διχτάκι-παλιά γνωστή συσκευασία-με πατάτες, κανείς όμως δε γύρισε από κει χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω του. Τον είχε φορτώσει ο Λεμόνας με έγνοια, προβληματισμούς, δόσεις ντροπής, κι αν ψαχνότανε παραπάνω θα ’βρισκε και κομμάτι ανθρωπιάς να κουβαλάει.

Για το σημερινό του «ΟΧΙ», αυτό που σήμερα αγναντεύει εκεί ψηλά, πολλοί οι λόγοι:

-Να δεις που στο τέλος θα μας πάρουν και το νερό. Να δεις που θα μας κλέψουν και τον αέρα. Θα μας τον πουλάνε. Δε μπορεί, θα βρουν τον τρόπο να το κάνουν κι αυτό. Η εξαθλίωση έφθασε στο απροχώρητο, ο αυταρχισμός στο μεγαλείο του, η διαπλοκή τεράστια αράχνη,. Η περιθωριοποίηση των νέων και τα ναρκωτικά σε υψηλές βαθμίδες, η ανεργία αρρώστια με προοπτικές και ο εφησυχασμός η ντροπή μας. Ως πότε;

Κρέμασε το «ΟΧΙ» και περιμένει. Σίγουρα θα κουβαληθούν, τουλάχιστον οι δημοσιογράφοι. Ίσως και τον ρωτήσουν αν γιορτάζει την επέτειο του πρώτου του «ΟΧΙ». Τότε θα’ χει να τους πει πολλά.

Διαψεύστηκε.

Οι πρωϊνές ώρες, η μια μετά την άλλη, πέρασαν, ενώ τακτοποιούσε τις σκέψεις και τα «ΟΧΙ» του.

Μεσημέριασε πια.

Κανείς δεν ανηφόρισε προς το ξέφωτο. Ούτε η ασφάλεια, ούτε οι δημοσιογράφοι, μα ούτε οι άλλοι. Δεν μπόρεσαν, ίσως, να ευκαιρήσουν και χάθηκαν μέσα στο δικό τους μικρόκοσμο. Ίσως ακόμα να τους πλάκωσαν τα σκεπάσματα του εφησυχασμού.

Σηκώθηκε. Προχώρησε στο ξέφωτο κι άρχισε σιγά-σιγά να ξηλώνει το «ΟΧΙ» του. Οι χαρταετοί δεν έπεσαν βροχή, όπως τότε. Άλλαξαν θέση. Με τη βοήθεια του αέρα, που εξακολουθούσε να είναι πάντα σύμμαχος-όσο ακόμα είναι δικός τους- ένα τεράστιο:

ΞΥΠΝΗΣΤΕ ΡΕ

κοίταγε την πόλη.

ioanidis keimenoΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Μαθηματικός

ΥΣ. Έχω την χαρά και την τιμή όλοι οι παραπάνω να είναι φίλοι μου καλοί, δυστυχώς ο Λεμόνας μας άφησε χρόνους. Ευχαριστώ τον Γιάννη που μου επέτρεψε να το δημοσιεύσω.

Κώστας Λιούρτας

Facebook Page

Διαφημιση

Διαφημιση