Χριστουγεννιάτικη νύχτα, τρεις μάγοι και η …ξανθιά

Χριστουγεννιάτικη νύχτα, τρεις μάγοι και η …ξανθιά

20132312 vimatizontas

Ο αέρας λυσσομανούσε και το χιονόνερο μείωνε την ορατότητα των τριών ταξιδευτών που πάνω στις καμήλες προχωρούσαν αργά αλλά σταθερά στη βοηθητική λωρίδα της Εγνατίας Οδού. Τυλιγμένοι στις ανάλαφρες κελεμπίες ένιωθαν τις ριπές του αέρα να «ξυρίζουν» την πυκνή τους γενειάδα.

«Βαλτάσαρ, τι ήθελαν εκείνοι οι λεγεωνάριοι και δεν μας άφηναν να περάσουμε;», φώναξε ο τρίτος και τελευταίος της ιδιότυπης φάλαγγας. «Άσε Μελχιόρ, δεν κατάλαβα καλά, μάλλον μας πέρασε για οικονομικούς μετανάστες», απάντησε επίσης φωναχτά ο πρώτος  για να συμπληρώσει ο μεσαίος, «ευτυχώς οι πάπυροι με τα σκίτσα μας, μας έσωσαν από την σύλληψη, αλλά δεν κατάλαβα γιατί μας έβαλαν και περάσαμε από την τάφρο με το υγρό, οι καμήλες δεν αισθάνθηκαν καθόλου άνετα όταν το δοκίμασαν. Να μη με λένε Γασπάρ, αλλά νομίζω ότι φέτος κάνουμε κάποιο λάθος». Παρόλα αυτά, συνέχισαν την πορεία τους…

Ένα τζίπ μεγάλου κυβισμού τους προσπέρασε ταχύτατα και οδηγός μονολόγησε, «ε ρε, τώρα και με καμήλες μας έρχονται οι λαθρομετανάστες, Ανατολία την κατάντησαν την ελλαδίτσα μας» και πάτησε ακόμη πιο βαθιά το γκάζι. Μέσα στο σκοτάδι το φωτάκι στο πίσω μέρος φέγγιζε τις βουλγάρικες πινακίδες. Σιγά μην πλήρωνε τα τέλη κυκλοφορίας στην Ελλάδα, κορόιδο ήταν…

Η βροντερή φωνή του Μελχιόρ ακούστηκε και πάλι, «εκείνα τα τέλη διέλευσης πότε θα τα πληρώσουμε και αν είναι πολύ ακριβά μας φτάνει ο χρυσός;». Ο Γασπάρ γύρισε και τον κοίταξε έντρομος. «Σου είπα πριν ξεκινήσουμε, μη λες την λέξη χρυσός σε αυτά τα μέρη, έχω ακούσει για ένα μουσάτο χιλίαρχο που παίρνει στο κυνήγι όσους μιλούν για χρυσάφι», του είπε κοφτά και συμπλήρωσε, «αν εννοείς αυτά που τα λένε διόδια, δεν θα τα συναντήσουμε φέτος, του χρόνου όμως μάλλον θα πρέπει να φέρουμε και άλλο χρυσάφι, άκουσα πως είναι πολύ ακριβά».

Συνέχισαν την πορεία τους και ο χιονιάς άρχισε να απομακρύνεται, ο ουρανός γέμισε αστέρια και ο καιρός γλύκανε αρκετά.

«Οι καμήλες θέλουν νερό και σανό, αλλά από τότε που μπήκαμε σε αυτόν τον δρόμο, ούτε ένα ίσιωμα για να σταματήσουμε δεν υπάρχει», ακούστηκε ο Βαλτάσαρ που είχε αναπτύξει ταχύτητα με την πρώτη στο κομβόι καμήλα. «Αχ η παλιά Εγνατία… όλο χάνια και πανδοχεία, εκείνα ήταν ταξίδια», σχολίασε μελαγχολικά ο Μελχιόρ.

«Σωπάστε…», τους έκοψε απότομα ο Γασπάρ, «το αστέρι, το αστέρι… το βλέπετε, αυτό θα μας οδηγήσει στον προορισμό μας, σύντροφοι».  Ήταν η σειρά του Μελχιόρ να αγριοκοιτάξει τον συνοδοιπόρο του και να τον κατακεραυνώσει. «Είπαμε να μη χαρακτηριζόμαστε μεταξύ μας «σύντροφοι», αυτού του είδους οι συγκλητικοί έχουν ξεπέσει πολύ στην χώρα που είμαστε, τόσα χρόνια σκάνδαλα και μίζες, δεν τους θέλει άλλο ο λαός». «Όσο για το άστρο έτσι όπως το βλέπω να κινείται, μάλλον είναι το φως από τα μεγάλα μεταλλικά πουλιά που πετούν τη νύχτα και ρίχνουν ένα υγρό στους ανθρώπους. Το διάβασα στον ημερήσιο πάπυρο, τους ψεκάζουν, παραπονιούνται οι κάτοικοι της χώρας, για να μην αντιδρούν όταν τους παίρνει τον φόρο ο τελώνης», ακούστηκε ο Βαλτάσαρ που ήταν και ο πιο πολιτικοποιημένος της παρέας.

Τα φώτα της πόλης μπροστά τους άρχισαν να γίνονται έντονα και η παρέα των τριών τάχυνε τον βηματισμό των καμήλων. Σε λίγο βρέθηκαν στην καρδιά της πόλης σε ένα μεγάλο πλάτωμα. Ξεπέζεψαν και πλησίασαν ένα φωτεινό κιόσκι. «Τι θέλουν οι κύριοι», τους ρώτησε κάπως περίεργα ο περιπτεράς, βλέποντας τα φανταχτερά τους ρούχα και τα σαρίκια. «Πρώτα, κάτι να πιούμε για να στυλωθούμε, τόσο δρόμο και ούτε νερό βάλαμε στο στόμα μας», μίλησε ο Γασπάρ. Ο περιπτεράς άνοιξε το ψυγείο έβγαλε τρεις «Βεργίνες» και τους τις έδωσε.

«Μμμμμμμ, αυτό το κίτρινο υγρό είναι θαυματουργό, τέτοια γεύση ούτε το νέκταρ έχει», ακούστηκε πρώτος ο Μελχιόρ και σκούπισε τον αφρό από την γενειάδα του. Σε λίγα λεπτά, με μια φωνή και οι τρεις απευθύνθηκαν στον περιπτερά. «Μήπως έχεις και άλλο τέτοιο ποτό, είναι το καλύτερο που ήπιαμε ποτέ». «Ε καλά, δεν πρέπει να είσαι μάγος για καταλάβεις ότι η ξανθιά από την Κομοτηνή είναι η καλύτερη…».

Οι τρεις κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ο Βαλτάσαρ τους ψιθύρισε, «πως κατάλαβε ότι είμαστε μάγοι και ποια είναι αυτή η ξανθιά που είναι η καλύτερη…», στον τόπο τους, όλες ήταν μελαχρινές. Την ίδια ώρα τέλειωναν το δεύτερο κουτάκι μπύρας.

Η δεύτερη έφερε την τρίτη, η τρίτη  την τέταρτη, μέχρι που οι τρεις μάγοι άδειασαν όλα τα κιόσκια γύρω από την πλατεία. Τρικλίζοντας ελαφρά, αντίκρισαν αίφνης αυτό που έψαχναν. Ένας μικρός στάβλος ήταν στο κέντρο της πλατείας και μέσα μερικά ζωάκια, οι γονείς και το νεογέννητο. Το περιπετειώδες ταξίδι τους είχε αίσιο τέλος και φέτος. Με προσοχή, καθότι κάπως ζαλισμένοι, απόθεσαν την σμύρνα, το λιβάνι και τον χρυσό, υποκλίθηκαν  και χαρούμενοι ανέβηκαν στις καμήλες παίρνοντας τον μακρύ δρόμο της επιστροφής. Ούτε που πρόσεξαν ότι όση ώρα ήταν διπλά στον …στάβλο, ούτε τα ζωάκια ούτε οι ανθρώπινες μορφές έκαναν κάποια κίνηση.

Δυο μέρες μετά, οι τοπικές εφημερίδες ενημέρωναν τους κατοίκους της πόλης για παράξενα γεγονότα τη νύχτα των Χριστουγέννων. «Ακτιβιστές της αριστεράς απαλλοτρίωσαν το χρυσάφι των χρυσοθήρων και το άφησαν στην φάτνη της πλατείας για το μοιράσει ο δήμος σε απόρους» έγραψε η μια εφημερίδα στο πρωτοσέλιδο της, «θαύμα στην φάτνη του δήμου στην πλατεία, σε φύλλα χρυσού μετατράπηκαν τα άχυρα, χιλιάδες πιστοί περνούν ευλαβικά από την πλατεία, γνωστό κέτερινγκ πουλάει, σε χαμηλές τιμές την βασιλόπιτα του θαύματος», η δεύτερη, «έπιασε το 100% της αγοράς στη Ροδόπη η Βεργίνα, την προτιμά και το σύνολο των επισκεπτών», η τρίτη.

  

Facebook Page

Διαφημιση

Διαφημιση